Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2006

τα (ερωτευμένα) τα παλιόπαιδα τα ατίθασα...

ο έρως χρόνια δεν κοιτά, αλλά καλά θα κάνει να κοιτάει τη δουλειά του...




Μόλις έχουν λιώσει τα χιόνια, έχουμε βγει απο τα καβούκια μας οι βόριοι του Νοτιά, μετα φόβου πάγου και χιονιού. Ημαστε στον κενιματόγραφο με τον Άνθρωπο. συγκεκριμένα στον Odeon Cosmopolis. είναι δίπλα στο σπίτι μου, δίπλα στη δουλειά μου, δεν μαζεύει τον κόσμο του Village απο απέναντι, έχει και τις εκπτώσεις, έχει και 80-ίλα μούζικα, είναι ήρεμο και χαλαρό. Είναι? ήταν.

στη μικρή σάλα γίνεται ένας πανικός, όλοι καλοντυμένοι, όλοι γυρνάνε γύρω γύρω, φωνάζουν δυνατά, όλοι με φουντωτά μαλλιά (!). ο Άνθρωπος με κοιτάζει τρομαγμένος. Τι συμβαίνει με ρωτάει με το βλέμμα? σηκώνω ώμους, και κατηγορώ ΚΑΙ για αυτό το χιόνι. ήρθαν οι άνθρωποι του Village μου λέει έντρομος. είμαι απασχολημένη στο να ρίξω τα ΣΩΣΤΑ jelly beans στο σακουλάκι και δεν συμμερίζομαι το φόβο του.

επιβιβαζόμαστε (δε σιπ ιζ ρεντι του ντισενμπαργκ) στην αίθουσα 9 (ακολουθήστε την πράσινη γραμμή παρακαλώ)για να δούμε τo Match Point. ο κόσμος 25-55 με μικρές εξαιρέσεις. και έρχονται οι Cosmo-βλάκες. και δεν γλιτώσαμε όυτε εμείς ούτε καν ο Jonathan Rhys-Meyers που πιστεύω εξαιτίας τους αγανάχτισε το παιδί και έκανε ότι έκανε...

ζευγάρι καβαντζωμένα τα 50, άντε σπασμένα 40. κυρία εκδοτικού οίκου, με λουράκι στα γιαλιά, κύριος με 2 διδακτορικά και ερωμένες που μπάρκαραν. Και ο γολγοθάς αρχίζει. η κυρία αφού με πατάει, έκατσε με άνεση στο κάθισμα και έβαλε το αναψυκτικό της πάνω στο χέρι μου (!). δεν με ενόχλησε, της χαμογέλασα χαριτωμένα, η κυρία δε με πρόσεξε. Τι ζωντάνια, τι όρεξη για ζωή! στη συνέχεια αρχίσανε να μιλάνε δυνατά, όπως μιλάμε στο σαλόνι μας, όπως όταν δεν μας νοιάζει ποιος θα ακούσει, και φυσικά ούτε αυτό με ενόχλησε, στα προσεχώς είμαστε, σιγά μη χαλάσουμε τις καρδιές μας, να εκφραστούν οι άνθρωποι. Τι ζωντάνια, τι όρεξη για ζωή!

Και μετά η κυρία άρχισε να χασκογελάει με ότι έβλεπε. με ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ έβλεπε. έπεσε το μπαλάκι του τένις κάτω και γέλασε, έκανε κοντινό στον Meyers και γέλασε, επανέλαβε την τελευταία λέξη του κυρίου και γέλασε. Ποιά λέξη του κυρίου? α...ο κύριος μέσα στα 2 πρώτα λεπτά, άρχισε να της εξηγεί ΤΑ ΠΑΝΤΑ. "να κοίτα αυτός πήγε στην όπερα και του αρέσει η όπερα και αυτή που βλέπεις είναι η μάνα, η αδερφή και ο πατέρας του, να τους είδες?" και αυτή "ο πατέρας του? αχαχαχαχα". εγώ απόητη, να σκεύτομαι "Τι ζωντάνια, τι όρεξη για ζωή!" και να χαμογελάω για τα "παλιόπαιδα".

Και μετα... και μετά ήρθαν οι θόρυβοι. και ήταν πολλοί, με όλα τα όργανα της κυρίας. πνευμόνια, διάφραγμα, στομάχι, κρεατάκια, σιαγόνες, μασχάλες, και αμυγδαλές. όλα είχαν στήσει τρελό χορό δίπλα μας. Υποπτέυτηκα οτι ήθελε να με φάει και προσπαθούσε να με προετοιμάσει για το τι θα επακολουθήσει και λούφαξα... αντιθέτως η κυρία άρχισε να τρώει πατατάκια. μασούσε με ανοιχτό στόμα, μερικά πέσαν πάνω μου. ήταν με ρίγανη, αλλά δεν παραπονέθηκα. απλώς τα έφαγα και χαμογέλασα.

μετά χτύπησε το κινητό και η κυρία το σήκωσε. ακούσαμε όλοι τι είπε και τρίξαν όλα τα καθίσματα. μπρος, πίσω σειρά, του Ανθρώπου που με κοίταζε έντρομος και της μάνας του φίλου του Meyers που ήταν και αυτή στρίντζο σαν και εμάς και ενοχλήθηκε. στη συνέχεια εξήγησε στον κύριο τι είπε στο τηλέφωνο και ενώ αυτός είχε ακούσει, την άφησε και της έκανε και επεξηγηματικές ερωτήσεις (τι ζωντάνια, τι όρεξη για ζωή!). όλα αυτά δυνατά. σε λίγο άρχισαν να χαιδέυουν γονατάκια και χεράκια και πλατούλες και δωστου γουρ γουρ και θορύβους η κυρία. στις ερωτικές σκηνές ξερόβηχαν και χασκογελούσαν. ένιωθα όπως όταν όταν ήμουν στο σαλόνι με τους παππούδες μου και έμπαινε ερωτική σκηνή. ήθελα να εξαγριωθώ, ήθελα να τους ρωτήσω άμα το έχουν κάνει ποτέ και πως είναι. μένεις έγγυος με το φιλί? που είναι στη γεωγραφία? τα έχουν φτιάξει?

άρχισα να ρωτάω με τρόπο τον Ανθρωπο εάν ο φόνος μέσα στο cinema μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα πάθους (πάθος για το cinema), εάν βλέπει κάποια κάμερα να φτιάξω αν είναι τα μαλλιά μου και εάν την παροιμία για κολιούς και πράγματα στον καιρό τους την λένε ακόμη στα πέριξ. Μετά απο 25 λεπτά κίνησης και θορύβου η κυρία ησύχασε γιατί μάλλον κουράστηκε να μιλάει και μάλλον μύρισε τις ορμόνες μου...

[...]

Μόλις τελείωσε η ταινία, έψαξα να βρω το κασκόλ μου και έκανα τον κόσμο άνω κάτω, μπουσούλισα κάτω απο το κάθισμα, τίποτε, η κυρία ακίνητη. κάποια στιγμή ενώ χαριεντιζόταν κούνησε το παλτό της και έπεσε απο εκεί το κασκόλ μου. το σήκωσα και έφυγα γρήγορα γρηγορα. στο δρόμο ανταλλάξαμε με τον Ανθρωπο ατάκες που θέλαμε να πούμε και διστάσαμε. και νιώσαμε δειλοί, αλλά είμασταν δύο δειλοί και νιώσαμε καλά...

τη νύχτα ξύπνησα ιδρωμένη και παρακάλεσα τον Ανθρωπο να με σκοτώσει εγκαίρως πριν ο χρόνος και ο πόθος με απολολάνουν...