Παρασκευή, Μαΐου 07, 2010

δε χωράς πουθενά - προσχήματα τέλος

Που λές,
θυμάμαι σαν όνειρο πολλά χρόνια πίσω, στα λυκειακά χρόνια, που τα είχα βάλει με τη φιλόλογο και της τα έσουρα κανονικά μπροστά στην τάξη, όταν ένιωσα οτι αδικούσε μια συμμαθήτρια σε μια πολιτικοκοινωνική συζήτηση απο αυτές που αρχίζαμε στο τέλος της ατέλειωτης έβδομης ώρας μπας και χάσουμε μάθημα.
Ούτε που θυμάμαι τι λέγαμε, περάσαμε σε θέματα γενιάς και δικαιωμάτων και αντίδρασης αλλά κάπου στράβωσε το τυπικό μπλαμπλα ανταλλαγής τσιτάτων και άρχισε προσωπική επίθεση απο την έρμη τη φιλόλογο στην αριστερίζουσα κοπελούδα. Θίχτηκα που της έκανε προσωπική επίθεση και ας μη συμφωνούσα με τα όσα έλεγε ακριβώς, σήκωσα το χέρι.
Αφού έγινε μια δραματική διακοπή ρεύματος κατα την οποία η προσβεβλημένη κοπελούδα δεν μπορούσε να αναπνεύσει, τόλμησε η γυναίκα να μου πει να μην πάρω το λόγο μπας και ηρεμίσουν τα πνεύματα. Ρουτζώνω, κατεβάζω το κεφάλι και νιώθω μουγκή.
Και εκεί είναι που έρχεται το ρεύμα, σηκώνω το κεφάλι μου, παίρνω μια ανάσα και τα λέω όλα.
Το τι της έσουρα με τρεμάμενη φωνή δε λέγεται. Τι της είπα οτι  17 χρόνια βλέπουμε σε τοίχους, βιβλία, tv για ελευθερία λόγου αλλά στα δύσκολα μας την αφαιρούν. Τι της είπα οτι όποτε προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε έξω απο τα όρια που το πλαίσιο θέτει μας μειώνουν για να μας θυμίσουν οτι είμαστε παιδιά και αργότερα θα μας θυμίζουν οτι είμαστε νέοι και αργότερα οτι είμαστε τι? φτωχοί, χαμηλοκώλιδες, οτιδήποτε αρκεί να δικαιολογεί στα μάτια τους το "σκάσε και άκου". Στο τέλος της πέταξα και ένα "εσείς είστε το παράδειγμα, τέτοιους ανθρώπους θα βγάλετε, φοβισμένους, κουφούς και μουγκούς. Αμα έχουμε κάτι να πούμε να μην έχουμε να το πούμε πουθένα, να μη χωράμε πουθενά".
Σιωπή απόλυτη στην τάξη. Η φιλόλογος με ανοιχτό το στόμα έμενε επίσης αμίλητη. Τα παιδιά που κάνανε tags στα πίσω καθίσματα είχαν σηκώσει τα κεφάλια σαν ζώα που μυρίζουν τον κίνδυνο και περίμεναν με τον μαρκαδόρο στο χέρι να δούνε τι θα γίνει. Η συμμαθήτρια που είχε ρίξει και μια κρίση άσθματος και ούτε με πολυσυμπαθούσε και πολύ, είχε μείνει επίσης σιωπηλή με γουρλωμένα μάτια. Εγώ κόκκινη κόκκινη παρακαλούσα να μη με πάρουν τα ζουμιά καθώς πάντα στην ένταση δακρύζουν τα μάτια μου.
Χτύπησε κουδούνι. Μάζεψα τα πράγματα μου και έφυγα πρώτη απο την τάξη, με το κεφάλι αγέρωχο και την καρδιά μου στην Κούλουρη καθώς δεν είχα συνηθίσει να τραβάω τα φώτα της προσοχής και μάλιστα έτσι. Η καθηγήτρια πήρε μετά απο δύο εβδομάδες τηλ σπίτι για να μιλήσει με τη Μαμα Νίκη για το συμβάν και σε μισο απολογητικό μισο παραπονετικό ύφος να της πει αυτό που τόσοι καθηγητές και δάσκαλοι της είχαν πει "εξαιρετικό παιδί, με τρομερό ήθος, συγχαρητήρια... αλλα πώς την αντέχετε?". Την εκτίμησα τρομερά για αυτό αλλά πήρα μια πρόγευση της επόμενης ζωής μου. Αγέρωχη έξοδος με την ψυχή στην Κούλουρη και πίσω μου απορημένο πλήθος για το τι με έπιασε και ποιός θα με αντέξει.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Απο τότε πήρα ξανά το μέρος αυτών που ένιωθα οτι είναι αδικημένοι και ας μη συμφωνούσα μαζί τους, αλλά συνήθως μέσα μου το βούλωνα όταν ένιωθα για μένα την αδικία. Απλά ένιωθα παράπονο και παράπονο και παράπονο γιατί κανένας δεν αντέχεται όταν έχει μέσα του το παράπονο του κόσμου όλου κυρία Νίκη. Και στα 17 είχα απέναντι μου τα μαλακά αυτιά των καθηγητών, των υπομονετικών γονιών και των εύπλαστων φίλων. Στα 27 μου είχα απέναντι μου τρύπια αυτιά και μεγάλα εγώ και το δικό μου είχε αρχίσει να ξεφουσκώνει απο καιρό.
Μεγαλώνοντας το βούλωσα και εγώ που λες και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο και ακόμη και στις πορείες που κατέβαινα δεν φώναζα συνθήματα γιατί είτε δε συμφωνούσα με αυτά, είτε έβλεπα οτι δεν σήμαιναν τίποτε, είτε γιατί η φωνή μου δυνατή έξω απο το κεφάλι μου πλέον μου φαινόταν ξένη. Περπατούσα με το πλήθος απο μπλοκ σε μπλοκ, ρουφούσα την ένταση του και μετέφερα μετά τις εντυπώσεις μου νιώθοντας οτι όχι δεν είχα κάνει πάλι το καθήκον μου. Μουγκή και κουφοί...
Το Δεκέμβρη πάλι έτρεξα έξω σαν να μην έχω που να πάω. Γέμιζα εικόνες απο βία και οργή και αδικία και δε φώναζα. Εσπρωξα μπάτσους, τραβολόγισα πιτσιρίκια με βαριοπούλες, μάλωσα με όσους αγαπούσα για την καταστροφή. Η Μαμά νίκη δεν πίστευε όσα έλεγα για τους κουρδισμένους άχρηστους μπάτσους, οι φίλοι δεν συμφωνούσαν με όσα έλεγα για το μη δημιουργικό χάος της τυφλής καταστροφής. Ημουν μουγκή και ήταν κουφοί. Με τα προχθεσινά γεγονότα του Μαίου ένιωσα οτι πλέον δεν μπορώ να μιλήσω. Οχι γιατί έχασα το θάρρος μου όταν πάλι αναίτια μας ρίξαν χημικά και πήγαν να μας πατήσουν με τις μηχανές, όχι γιατί χτύπησα απόγνωση όταν έφερα τον εαυτό μου στη θέση όσων πνιγήκανε απο τον καπνο και το μίσος, ούτε καν επειδή έχασα κάθε ελπίδα οταν τα μετέφερα και πάλι δεν με πιστεύανε, δεν θέλανε να με πιστέψουν. Κατάλαβα οτι απλά αυτό που είχα πει τότε στα 17 μου ήταν η αλήθεια μου. Δε χωρούσα πουθενά και δε θα με άντεχε κανένας. Ούτε με τους κλασμένους μπάτσους, ούτε με τους ευθυνόφοβους πολίτες/πολιτικούς, ούτε με τους καμένους τραμπουκους, ούτε με το χοροπηδηχτό πλήθος, ούτε καν με τους μαχητικούς μου φίλους που μιλάνε και ανθίζει ο κόσμος απο ελπίδα, αλλά ούτε και με τους άλλους τους απογοητευμένους φίλους, αυτούς που ελπίζουν σε μια απόλυτη L'Oreal καταστροφή επειδή μας αξίζει για να ξεβρομίσει ο τόπος.
Κανένα πρόσχημα πλέον, ούτε για τους έχοντες εξουσία/όπλα/ελπίδα ανάκαμψης, αλλά ούτε και για μάς που τρομάζουμε μην και δεν μπορούμε πια να ταξιδεύουμε σε άλλα μέρη, μας πάρουν τα λάπτοπ και μας φάνε τα κουφά μας αυτία οι πιο πεινασμένοι. Αν ο Δεκέμβρης έλεγε με οργή ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΤΕΛΟΣ - ΖΩΗ ΜΑΓΙΚΗ αυτός ο Μάης μας έσκασε στα μουγκά και κουφά μας μούτρα το ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ ΤΕΛΟΣ - ΖΩΗ ΔΑΝΕΙΚΗ. 
Και δεν πειράζει τελικά αν δε με αντέχει κανείς και δεν τρέχει μια αμα δεν θέλω να ενώσω τη φωνή μου με κανέναν μέχρι να με αντέξει. Γιατί πάντα ακούγεται παράταιρη η δυνατή φωνή όταν δεν προέρχεται απο το κεφάλι μου. Και είναι εντάξει να φεύγω με αγέρωχο βήμα και ας πηγαίνει η καρδιά μου στην Κούλουρη για το κόστος. Και όταν αποφασίζω να μείνω να ξέρω οτι μένω με σιγουριά, για τη φωνή στο κεφάλι μου και για όλα τα μεγάλα και ωραία λόγια που κάνουν τα μάτια μου να λάμπουν όταν τα βλέπω στους δρόμους να τρέχουν. Και άμα δεν υπάρχει το εμείς γιατί μια διακοπή ρεύματος στο λύκειο, ή μια διακοπή παροχών τώρα τους αποπροσανατολίσει σαν τα ζωάκια που τα χτυπά το φως του αυτοκινήτου πριν τα χτυπήσει, δεν πειράζει. Ακόμη καλύτερα. Ισως εγώ, ίσως εσύ αναγκαστείς να σηκώσεις το κεφάλι ατομικά, με δικό σου κόστος και να αποχωρίσεις αγέρωχα και με την καρδιά στην Κούλουρη. ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ ΤΕΛΟΣ

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Δεν χωράω σε άλλους χώρους, γιατί εγώ είμαι ο χώρος μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να χωρέσω μέσα μου και τους άλλους χώρους. Μεγάλο πράγμα να υπερασπίζεσαι τους άλλους, αλλά μεγαλύτερο να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου. Διακρίνω μια εσωτερική αλλαγή. Ώρα να χωρέσεις τον εαυτό σου :)

Unknown είπε...

χμμ...όπως είχε πει και ο κος Aleister, "The essential of all magical work: the uniting of the microcosm with the macrocosm" το θέμα μας είναι να αντιλαμβανόμαστε τα μεγέθη και να τα αγνοούμε με χάρη...

Νίκος Δημήτριος Μάμαλος είπε...

Εφηβικό κι αληθινό. Συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό στην επισήμανση του δίπολου ‘άχρηστοι μπάτσοι – βάρβαροι επαναστάτες’ και στις προεκτάσεις του. Η σιωπή μέσα στην τάξη τότε στο Λύκειο μετά το ξέσπασμα και την ένταση δεν ήταν απίστευτη αίσθηση; Είναι οριακή στιγμή, μοιάζει σαν επερχόμενη Αποκάλυψη που σκάει στα μούτρα σου από όλα τα σημεία. Εξάλλου στο Μαρία Νεφέλη ο ποιητής αναφέρει απευθυνόμενος στην πρωταγωνίστρια ‘είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος. Φαντάζεσαι να μην είχαμε κάτι να διαφωνούμε;